- εκτροχάζω
- ἐκτροχάζω (Α)1. βγαίνω έξω τρέχοντας, εκτρέχω*2. πραγματεύομαι με συντομία, διέρχομαι επιτροχάδην.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκτροχάσομεν — ἐκτροχάζω rush out aor subj act 1st pl (epic) ἐκτροχάζω rush out fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτροχαζέτω — ἐκτροχάζω rush out pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτροχάσαντες — ἐκτροχάζω rush out aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκτροχάζω — ΜΑ παρέρχομαι, περνώ δίπλα μσν. τρέχω έξω από τον δρόμο, αφήνω ελεύθερη τη διάβαση, παρεκτρέχω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκτροχάζω «βγαίνω έξω τρέχοντας»] … Dictionary of Greek
συνεκτροχάζω — Α αμιλλώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτροχάζω «βγαίνω έξω τρέχοντας, πραγματεύομαι με συντομία, διατρέχω»] … Dictionary of Greek